- σάλαγο
- το, Νο σάλαγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σάλαγος με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάλαγος — ο, Ν [σαλαγώ] 1. θόρυβος, βοή πλήθους ανθρώπων ή αγέλης ζώων που βρίσκονται σε κίνηση («σκώνοντ άλλα με σάλαγο απάνου», Κρυστ.) 2. η κραυγή τού βοσκού προς τα βοσκήματα για σταμάτημα ή για αλλαγή κατεύθυνσης … Dictionary of Greek
σάλαγος — σάλαγος, ο και σάλαγο, το 1. βουή, θόρυβος που προκαλείται από ομάδα ανθρώπων ή ζώων. 2. κραυγή που απευθύνεται προς τα ζώα για να σταματήσουν ή να ξεκινήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτεροδέρνομαι — (για πουλιά), δέρνομαι με τα φτερά μου, φτεροχτυπιέμαι: Άρχισαν να πετούν εμπρός στις φωλιές τους, να φωνάζουν απελπιστικά και να φτεροδέρνονται με συγχυσμένο σάλαγο (Α. Καρκαβίτσας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)